προπαρασκευαστικός

προπαρασκευαστικός
-ή, -ό / προπαρασκευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προπαρασκευάζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαρασκευή, στην προετοιμασία («προπαρασκευαστικές ενέργειες»)
2. (φρ)
α) «προπαρασκευαστική διαταγή»
στρ. διαταγή που περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία τής προπαρασκευής
β) «προπαρασκευαστικές πράξεις»
(ποιν. δίκ.) όλες εκείνες οι ενέργειες που προηγούνται χρονικά τής αρχής τελέσεως ενός εγκλήματος και, σύμφωνα με το σχέδιο τού δράστη, συμβάλλουν στην προετοιμασία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπαρασκευαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην προπαρασκευή: Προπαρασκευαστικά μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπαρασκευαστικά — προπαρασκευαστικός preparatory neut nom/voc/acc pl προπαρασκευαστικά̱ , προπαρασκευαστικός preparatory fem nom/voc/acc dual προπαρασκευαστικά̱ , προπαρασκευαστικός preparatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρασκευαστικόν — προπαρασκευαστικός preparatory masc acc sg προπαρασκευαστικός preparatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρασκευαστικήν — προπαρασκευαστικός preparatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευαστικός — ή, ό / παρασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [παρασκευάζω] ο ικανός, ο έμπειρος στο να προετοιμάζει κάτι αρχ. 1. προπαρασκευαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρασκευαστικόν σύνθημα που δινόταν σε ομάδα ανδρών ώστε να προετοιμαστούν για πορεία 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προδιοικητικός — ή, όν, Α [προδιοικῶ] αυτός που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι από πριν, προπαρασκευαστικός …   Dictionary of Greek

  • προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευαστικός — ἡ, ὁ / προκατασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [προκατασκευάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκατασκευή, προπαρασκευαστικός. επίρρ... προκατασκευαστικῶς ΝΑ με προκατασκευή, κατά τρόπο προπαρασκευαστικό …   Dictionary of Greek

  • προκαταστατικός — η, όν, Α [προκατάστασις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή, προεισαγωγικός, προπαρασκευαστικός …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”